Vauvenargues, Luc de Chapier, Marquis de, 1715-1747
Ο Luc de Chapiers, μαρκήσιος de Vauvenargues, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας η οποία ωστόσο δεν είχε οικονομική άνεση, γεννήθηκε στην Aix en Provence το 1715. Η παιδεία του η οποία δεν περιελάμβανε γνώση των Ελληνικών και των Λατινικών δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πέραν της γνώσης της Αγγλικής. Απ' την παιδική του ηλικία όμως ο μελλοντικός στοχαστής θαύμαζε και διάβαζε τους Πλούταρχο και Κικέρωνα τους οποίους γνώρισε από μεταφράσεις.
Απ' τα δεκαεννιά του χρόνια ο Vauvenargues ακολούθησε το στρατιωτικό επάγγελμα, κάτι σύνηθες για τους ευγενείς της προεπαναστατικής Γαλλίας και διακρίθηκε ως μεγάλης αξίας αξιωματικός. Μετέσχε στην εκστρατεία στην Πολωνία, στην Ιταλία και στη Βοημία, όπου υπέστη κρυοπαγήματα απ' τα οποία δε συνήλθε ποτέ ολοκληρωτικά. Χτυπημένος επίσης απ' την ευλογιά παραμορφώθηκε στο πρόσωπο του και έχασε σχεδόν την όραση του. Το 1744 παραιτήθηκε απ' το στρατό και προσπάθησε ανεπιτυχώς να εισέλθει στο διπλωματικό σώμα. Η κατάσταση της υγείας του εξάλλου έδωσε τέλος σε αυτή του την προσπάθεια. Το 1745 ο Vauvenargues εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, αφού πέτυχε τη συγκατάθεση των δικών του οι οποίοι είχαν εκφράσει την αντίθεσή τους. Στο μεταξύ, η στροφή του στοχαστή στα γράμματα, πέρα απ' τις προσωπικές του κλίσεις, ενισχύθηκε απ' τις παραινέσεις του εξαδέλφου και φίλου του μαρκησίου de Mirabeau, πατέρα του γνωστού ρήτορα, πολιτικού και στοχαστή Mirabeau των επαναστατικών χρόνων. Η αλληλογραφία του με το συγγενή του στοχαστή αποτελεί σημαντικό τεκμήριο. Ωστόσο, ο στοχαστής είχε ήδη απ' τα εικοσιπέντε του χρόνια καταγράψει σκέψεις του οι οποίες συνιστούν τον πυρήνα του σύντομου έργου του. Η ζωή του Vauvenargues στο Παρίσι ήταν περιορισμένη και οικονομικά στενόχωρη. Οι επαφές του ήταν ελάχιστες (Marmontel, Voltaire). 0 ίδιος ο συγγραφέας δεν είχε ιδιαίτερη εκτίμηση στις λογοτεχνικές του επιδόσεις, ούτε επιθυμία να συγγράφει. Κι όμως, οι σημειώσεις τις οποίες κατά καιρούς αποθησαύριζε, οι εμπειρίες του και η κλίση του στον ηθικό φιλοσοφικό λόγο, έδωσαν το 1746 την "Εισαγωγή στη γνώση του ανθρωπίνου πνεύματος" που ακολουθούταν από τις "Σκέψεις και Αποφθέγματα". Το έργο εκδόθηκε ανώνυμα και ο Voltaire ο οποίος το αγάπησε και θαύμασε το νέο συγγραφέα, του συνέστησε να το επανεκδώσει, αφού επιφέρει κάποιες μεταβολές, κυρίως στην έκφραση. Η πρώτη έκδοση δεν παρουσίασε εντυπωσιακή επιτυχία, μάλλον μέτρια ήταν η απήχησή της. Ο Vauvenargues, λαμβάνοντας υπόψη την επιθυμία αλλά και τις παραινέσεις του Voltaire και άλλων ίσως γνωστών του, ετοίμασε τη δεύτερη έκδοση η οποία εκδόθηκε απ' τους ιερωμένους Trubet και Seguy το 1747, μήνες μετά τον πρόωρο θάνατό του.