Salvator, Ludwig, 1847-1915
Ο Αρχιδούκας Λουδοβίκος Σαλβατόρε γεννήθηκε στην Φλωρεντία στις 4 Αυγούστου 1847. Ήταν ο προτελευταίος γιός του Λεοπόλδου ΙΙ, Μέγα Δούκα της Τοσκάνης. Υπήρξε μια πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα τόσο ώστε να θεωρείται πρωτότυπος για τον τρόπο που ζούσε κυριολεκτικά ασυνήθιστο, κυρίως για ένα μέλος του Αυτοκρατορικού Οίκου. Με ασίγαστο πάθος για την επιστήμη και την έρευνα, ιδιαιτέρως στον τομέα των Φυσικών Επιστημών, ο Αρχιδούκας υπήρξε ο τελευταίος εκπρόσωπος της διαφωτιστικής πολιτιστικής παράδοσης των Λορένα στην Τοσκάνη. Αφιέρωσε τη ζωή του στην έρευνα των Μεσογειακών ακτών και των Αρχιπελάγων που ήταν μόλις γνωστά στους περισσότερους ή ακόμα ήταν προς εξερεύνηση. Με τα πλοία του "NIXE I και NIXE ΙΙ" (ΝΙΚΗ Ι και ΙΙ) έκανε συνεχή ταξίδια μελέτης, προτείνοντας τα αποτελέσματα των ερευνών του σε περισσότερα από εξήντα βιβλία εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα και σε άρθρα, που συνοδεύονται από αναρρίθμητα σχέδια σχεδιασμένα από τον ίδιο. Ως μελετητής πολλών Επιστημών (ασχολήθηκε με την γεωλογία, αρχαιολογία, βοτανική, ζωολογία, μέχρι και εθνολογία και γλωσσολογία) ήταν στην εποχή του διεθνώς γνωστός. Η μητρική του γλώσσα ήταν η ιταλική, μιλούσε όμως γερμανικά, ισπανικά καταλανικά, γαλλικά και αγγλικά. Είχε εκλεγεί επίτιμο μέλος πολλών επιστημονικών ακαδημιών σ’ όλο τον κόσμο και του απονεμήθηκε, εκτός των άλλων βραβείων, χρυσό μετάλλειο, στην Διεθνή Έκθεση του 1878 στο Παρίσι για το έργο του με θέμα τις Βελεαρίδες νήσους. Μοιραζόταν την ζωή του μεταξύ των κατοικιών του στην Μαγιόρκα, Ζίντις (Μούτζια), Ramich (Αίγυπτος) και πάνω στο "Nixe", σταματώντας συχνά στα νησία Lipari, στην Ελλάδα και στην Δαλματία. Το απέραντο κτήμα του στην Ζίντις, αγορασμένο το 1876, το οποίο επέκτεινε με το πέρασμα των χρόνων, περιλάμβανε κτήματα που προορίζονταν για βοσκή, αμπέλια και δασύλλια, στο οποία υπήρχαν δεκαεπτά αγροικίες και δύο βίλλες. Στην αρχή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ήδη υπέφερε από μια εξελισσόμενη μορφή ελεφαντίασης, που τον υποχρέωσε να μεταφερθεί στην Γκορίτσια και μετά από ένα χρόνο στο καστέλλο του στο Brandeis στον ποταμό Έλβα. Πέθανε το 1915, σε ηλικία 68 ετών.